- Μύρωνος
- Μύρωνmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
Γοργολαΐνη, δήμος — Νέος δήμος (3.171 κάτ.) του νομού Ηρακλείου, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγίου Μύρωνος, Άνω Ασιτών, Κάτω Ασιτών, Πενταμοδίου, Πετροκεφάλου και Πυργούς, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του νέου… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… … Dictionary of Greek
πλαστό έργο τέχνης — Ονομάζεται κάθε πίνακας, σχέδιο, χαρακτικό έργο, γλυπτό, καλλιτεχνικό αντικείμενο που απομιμείται μορφές και τεχνικές ενός καλλιτέχνη ή μιας εποχής με σκοπό να εξαπατήσει τον τυχόν αγοραστή ή ειδικό. Το στοιχείο της κακής πρόθεσης, η θέληση της… … Dictionary of Greek